- τυλωτά
- τυλωτόςknobbedneut nom/voc/acc plτυλωτά̱ , τυλωτόςknobbedfem nom/voc/acc dualτυλωτά̱ , τυλωτόςknobbedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυλωτός — ή, όν, Α [τυλῶ] (κυρίως για ρόπαλο) γεμάτος τύλους, γεμάτος κόμπους («ῥόπαλα τυλωτά», Ηροδ.) … Dictionary of Greek